- παλαιοπωλείο(ν)
- τό1) лавка старьёвщика; 2) магазин подержанных вещей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλαιοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πωλούνται παλιά, ιδίως μεταχειρισμένα, αντικείμενα, παλιατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
παλαιοπωλείο — το το κατάστημα που πουλά παλιά πράγματα, αλλ. παλιατζίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιατζήδικο — το κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες τού παλιατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)] … Dictionary of Greek
Σκοτ, σερ Ουώλτερ — (Scott). Σκοτσέζος συγγραφέας (Εδιμβούργο 1771 Άμποτσφορντ 1832). Ο πατέρας του τον προόριζε για τα νομικά, πολύ νωρίς όμως έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Γερμανών ρομαντικών και του Άγγλου Τόμας Πέρσυ … Dictionary of Greek
παλιατζίδικο — παλιατζίδικο, το το κατάστημα που πουλά παλιά αντικείμενα, αλλ. παλαιοπωλείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)